πεπεισμέν' — πεπεισμένα , πείθω persuade perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπεισμένε , πείθω persuade perf part mp masc voc sg πεπεισμέναι , πείθω persuade perf part mp fem nom/voc pl πεπεισμένᾱͅ , πείθω persuade perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SUADUS — Cruor, apud Statium Theb. l. 4. v. 452. ubi de sacris Infernalibus, Inclinoet Bacchi latices et munera verni Lactis, et Actoes imbres, suadumque cruorem Manibus Glossographo est acceptus, gratissimus Lutatio, qui persundeat Manibus ad superos… … Hofmann J. Lexicon universale
πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
πεπεισμέναι — πείθω persuade perf part mp fem nom/voc pl πεπεισμένᾱͅ , πείθω persuade perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)